- ξεμπέρδεμα
- και ξεμπέρδευμα, το [ξεμπερδεύω]1. λύσιμο ή αποχωρισμός μπλεγμένων πραγμάτων2. απαλλαγή από δύσκολες ή περίπλοκες καταστάσεις («μην ανακατευθείς σε αυτή την υπόθεση γιατί θα έχεις κακά ξεμπερδέματα»)3. εκκαθάριση ή ρύθμιση διαφορών, εκκρεμοτήτων, λογαριασμών4. διευκρίνιση, αποσαφήνιση5. περάτωση, ολοκλήρωση έργου6. εξόντωση.
Dictionary of Greek. 2013.